- απεριγενητος
- ἀπεριγένητοςἀ-περιγένητος2неодолимый, непобедимый
(πάθος Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πάθος Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπεριγένητος — not to be overcome masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγένητον — ἀπεριγένητος not to be overcome masc/fem acc sg ἀπεριγένητος not to be overcome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριγενήτου — ἀπεριγένητος not to be overcome masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)